φοινίκιος

Φοινίκιος

φοινικιοῦς
Φοινίκιος, α, ον [νῑ] de Phénicie, phénicien, Soph. fr. 460 ; DS. 3, 67 ; 5, 74 ; Plut. M. 738e.
Étym. Φοῖνιξ.