Φρασίας

Φρασίδαμος

Φρασιηρίδης
Φρασί·δαμος, ου () [ᾰῐᾱ] Phrasidamos, h. Thcr. Idyl. 7 argum.
Étym. φράζω, δᾶμος, dor. p. δῆμος.