φυλέτις

Φυλεύς

φυλή
Φυλεύς, έως () [] Phylée, fils du roi d’Élide Augéas, Il. 2, 628 ; 10, 110, 175 ; 15, 530 ; 23, 637 ; Eur. I.A. 285, etc. ||
E Gén. épq. Φυλέος, Il. 10, 110, 175 ; ou Φυλῆος, Thcr. Idyl. 25, 55 ; Q. Sm. 1, 276 ; acc. Φυλῆα, Il. 23, 636.
Étym. v. Φυλείδης.