Φώκαια

Φωκαιεύς

Φωκαιῆθεν
Φωκαιεύς, έως () habitant de Phocée, Hdt. 1, 152 ; 6, 11, 17, etc. ||
E Plur. nom. ion. Φωκαιέες, Hdt. 1, 163, etc.
Étym. Φώκαια.