Φωκίδης

Φωκικός

Φώκιος
Φωκικός, ή, όν, de Phocide ; phocidien, phocéen, Dém. 20, 4, etc. ; Plut. Dem. 12, 17, etc. ; τὸ Φωκικόν, Paus. 10, 5, 1, lieu d’assemblée des Phocidiens.
Étym. Φωκίς.