Πιερίηθεν

Πιερικός

Πιέριον
Πιερικός, ή, όν [πῑ] de Piérie, en Macédoine, Hdt. 4, 195, etc. ; Thc. 2, 99 ; Anth. 2, 69, etc.
Étym. Πιερία.