πιαστήριος

Πίγρης

πιδακῖτις
Πίγρης, ητος () Pigrès, h. Hdt. 5, 12 ; 7, 98 ; Xén. An. 1, 2, 17, etc. ; Plut. Eum. 6, etc. ||
E Dat. Πίγρητι, poét. Πίγρῃ, Anth. 6, 185.