πλανήτης

Πλανητιάδης

πλανητικός
Πλανητιάδης, ου, voc. Πλανητιάδη () [ᾰᾰ] propr. « fils de vagabond, vagabond », surn. de Didyme le Cynique, Plut. Def. or. 7.
Étym. patr. de πλανήτης.