πλαταγώνιον

Πλάταια

Πλαταιᾶσι(ν)
Πλάταια, ας () [ᾰτ] Platæa, (auj. Πλαταιές, Plateés, Platée) v. de Béotie, Hdt. 8, 50 ; Thc. 2, 4, etc. ; plus souv. au plur. Πλαταιαί, Hdt. 9, 25, 30, etc.
Étym. πλατύς.