Πλάτων

Πλατώνειος

Πλατωνίζω
Πλατώνειος, ος, ον [] de Platon ; τὰ Πλατώνεια, Porph. (Eus. P.E. 10, 3, p. 466) fête en l’honneur de Platon.
Étym. Πλάτων.