πλειστοδυναμέω-ῶ

Πλειστόλας

πλειστόμϐροτος
Πλειστό·λας, α () [] Pleistolas, n. d’h. Thc. 5, 19, etc. ; Xén. Hell. 2, 3, 10.
Étym. πλ. λαός.