Πλουτώνιον

Πλουτωνίς

πλοχμός
Πλουτωνίς, ίδος () [ῐδ] l’épouse de Pluton, c. à d. Perséphonè, Oracl. (Phlég. tr. Mir. 10).
Étym. Πλούτων.