πλώσιμος

Πλωταί

πλωτεύω
Πλωταί, ῶν (αἱ) les îles flottantes :
1 c. Στροφάδες, A. Rh. 2, 297, etc. ||
2 c. Πλαγκταί, DP. 465, etc.
Étym. πλώω.