πολυαναγνωσία

Πολυανακτίδης

πολυανδρέω-ῶ
Πολυανακτίδης, ου, épq. αο () [ᾰνῐ, gén. ᾱο] Polyanaktidès, litt. le fils de Polyanax, h. Sapph. fr. 86 (80) Bgk.
Étym. π. ἄναξ.