πολύϐωμος

Πολυϐώτης

πολύϐωτος
Πολυ·ϐώτης, dor. Πολυ·ϐώτας, α () [] Polybôtès, h. Thcr. Idyl. 10, 15, etc.
Étym. π. βόσκω.