πολυδύναμος

Πολυδώρα

πολυδωρία
Πολυδώρα, ας, ion. -η, ης () [] Polydôra :
1 fille d’Okéanos, Hés. Th. 353 ||
2 fille de Pélée, Il. 16, 175.
Étym. v. Πολύδωρος.