πολύκριτος

Πολύκριτος

πολυκρόταλος
Πολύ·κριτος, ου () [] Polykritos, h. Hdt. 6, 50, etc. ; Dém. 18, 77 Baiter-Sauppe ; Arstt. Mir. 112, etc.
Étym. v. le préc.