πολυκτόνος

Πολυκτορίδης

Πολύκτωρ
Πολυκτορίδης, gén. épq. αο () [ῐᾱ] fils de Polyktôr, c. à d. Peisandros, Od. 18, 299 ; 22, 243.
Étym. patr. du suiv.