πολυμνήστωρ

Πολύμνια

πολύμνιος
Πολ·ύμνια, ας () Polymnie, une des Muses, Hés. Th. 78 ; Plat. Conv. 187d.
Étym. p. *Πολυΰμνια, de π. ὕμνος.