πολυμνήμων

Πολυμνήστειος

πολυμνήστευτος
Πολυμνήστειος, ος, ον, de Polymnèstos : Πολυμνήστεια, Crat. (Com. fr. 2, 221) ; Ar. Eq. 1287, vers de Polymnèstos, c. à d. obscènes.
Étym. Πολύμνηστος ; cf. *Πολυμνήστιος.