Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πολυμήκης
Πολυμήλη
πολύμηλος
Πολυ·μήλη,
ης
(
ἡ
) [
ῠ
] Polymèlè,
f.
Il.
16, 180 ;
cf.
πολύμηλος
.