πολύμηνις

Πολυμήστωρ

πολυμῆτα
Πολυ·μήστωρ, ορος () [] Polymèstôr :
1 roi de Thrace, Eur. Hec. 7, etc. ||
2 devin troyen, Q. Sm. 11, 135 ||
E Voc. Πολυμῆστορ, Eur. Hec. 969, 1117, etc.
Étym. π. μήδομαι.