πολύφονος

Πολυφόντης

πολύφορϐος
Πολυ·φόντης () [] Polyphontès, h. Il. 4, 395 ; Eschl. Sept. 448 ||
E Voc. Πολυφόντα, Anth. 3, 5.
Étym. π. πεφνεῖν.