πορνοκόπος

Πορνοπίων

πόρνος
Πορνοπίων, ωνος ()
1 éol. c. Παρνοπίων, Str. 613 ||
2 Pornopiôn, n. d’un mois chez les Éoliens d’Asie Mineure, Str. l. c.