Πραξαγόρα

Πραξαγόρας

πρᾶξαι
Πραξ·αγόρας () [ᾰγᾱ] Praxagoras :
1 père de Théocrite, Thcr. Epigr. 22 ||
2 autres, Plut. Pomp. 57, etc. ||
E Gén. dor. Πραξαγόραο, Thcr. Idyl. l. c.
Étym. πράσσω, ἀγορά.