Πραξίας

Πραξιδάμας

Πραξιδίκη
Πραξι·δάμας, αντος () [ῐδᾰ] Praxidamas, h. Pd. N. 6, 27 ; Plut. Pro Nobil. 20.
Étym. πράσσω, δάμνημι.