Πραξιεργίδαι

Πραξιθέα

Πραξικλῆς έους
Πραξι·θέα, ας () [] Praxithéa, f. Lyc. 98 ; Plut. Parall. min. 20 ; El. V.H. 12, 28.
Étym. πρᾶξις, θεός.