Πριαμιλλύδριον

Πριαμίς

πριαμόομαι-οῦμαι
Πριαμίς, ίδος [ᾰῐδ] adj. f. de Priam, Eur. Hel. 1158, Or. 1481.
Étym. Πρίαμος.