πριαμόομαι-οῦμαι

Πρίαμος

Πριάπειος
Πρίαμος, ου () [] Priam, roi de Troie, Il. 20, 306, etc. ||
E Gén. épq. et poét. Πριάμοιο, Il. 1, 19 ; Pd. P. 11, 29, etc.