Προιτίδης

Προιτίς

Προῖτος
Προιτίς, ίδος () [ῐδ]
1 fille de Prœtos, Apd. 2, 2, 2 ||
2 Προιτίδες πύλαι, Eschl. Sept. 377 ; Eur. Ph. 1109, etc. Portes de Prœtos, à Thèbes.
Étym. Προῖτος.