προκομιστέον

Προκοννήσιος

Προκόννησος
Προκοννήσιος, α, ον, de Prokonnèsos, Hdt. 4, 15, 138, etc. ||
E Avec double ν dans les inscr. att. CIA. 1, 237, 22 (443 av. J.-C.) etc. ; v. Meisterh. p. 74, 9.
Étym. Προκόννησος.