προμήθεια

Προμήθειος

προμηθέομαι-οῦμαι
Προμήθειος, α, ον, de Prométhée, Nic. Al. 273 ; τὰ Προμήθεια, Xén. Ath. 3, 4 ; Lys. 161 fin, fêtes de Prométhée ||
E Dans les inscr. att. τὰ Προμήθια, CIA. 4, b, 35 b, 28 (440/432 av. J.-C.), etc. ; v. Meisterh. p. 43.
Étym. Προμηθεύς.