πρῆξαι

Πρηξάσπης

Πρηξίλεως
Πρηξάσπης, ους () Préxaspès, Perse, Hdt. 3, 30, etc. ||
E Voc. Πρήξασπες, Hdt. 3, 34, etc. ; gén. -έω, Hdt. 3, 74, etc. ; et -εος, Hdt. 3, 62 ; acc. -εα, Hdt. 3, 30, etc.