πρωτόμαχος

Πρωτόμαχος

Πρωτομέδεια
Πρωτό·μαχος, ου () [] Prôtomakhos, h. Xén. Hell. 1, 5, 16, etc. ; Dém. 57, 40 Baiter-Sauppe, etc.
Étym. v. le préc.