ψιττακός

Ψιχάρπαξ

ψιχίον
Ψιχ·άρπαξ, αγος () [ῑᾰγ] Attrape-miettes, n. de rat, Batr. 24, 27, 105, 141, 236.
Étym. ψίξ, ἁρπάζω.