Ψιχίων

Ψιχοδιαλέκτης

Ψιχοκλάστης
Ψιχο·διαλέκτης, ου () [ψῑ] Cause-des-miettes, n. de parasite, Alciphr. 3, 45.
Étym. ψίξ, διαλέγομαι.