Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πυλαιμάχος
Πυλαιμάχος
Πυλαιμένης
Πυλαι·μάχος,
ου
(
ὁ
) [
ῠᾰ
] qui combat à Pylos,
Ar.
Eq.
1172
.
Étym.
Πύλος, μάχομαι
.