ῥαδαλός

Ῥαδαμᾶνες

Ῥαδάμανθυς
Ῥαδαμᾶνες, ων (οἱ) [ᾰᾰᾱ] les Rhadamanes, pple crétois établi en Arabie, Nonn. D. 21, 304, etc.