Ῥοίτειον

Ῥοιτηΐς

ῥοΐτης οἶνος
Ῥοιτηΐς, ΐδος [ῐδ] adj. f. c. Ῥοιτειάς, Anth. 7, 146 ; Q. Sm. 5, 656.