Σαϐαιθίς

Σαϐαῖος

σαϐακαὶ σαλμακίδες
Σαϐαῖος, ου () [] Σαϐάζιος, ép. de Dionysos, Eschl. fr. 411.
Étym. cf. Σάϐος, Σαϐοῖ.