Σαμοθρᾴκιος

Σαμοθρᾴξ

Σαμοθρήϊκες
Σαμο·θρᾴξ, ᾷκος [ᾰᾱκ] adj. m. de Samothrace, Call. Ep. 48 ; Plut. Num. 13, etc. ||
E Dans les inscr. att. Σαμοθρᾷκες, Σαμοθρᾴκων, v. Meisterh. p. 50, § 21, 1. Plur. ion. Σαμοθρήϊκες, Hdt. 2, 51 ; 8, 90.
Étym. Σ. Θρᾴξ ; cf. Σαμοθρᾴκη.