σαραπιάς

Σαραπιασταί

σάραπις
Σαραπιασταί mieux que Σεραπιασταί, ῶν (οἱ) [ᾰᾱπ] sectateurs de Sérapis, Str. 120 ||
E Dans une inscr. att. Σαραπιασταί (non Σεραπιασταί) CIA. 2, 617, 2, 17, 22 (249 av. J.-C.); v. Meisterh. p. 12, 1 ; cf. Σάραπις, Σαραπίων.
Étym. Σάραπις.