Σάραπις

Σαραπίων

σάραπος
Σαραπίων mieux que Σεραπίων, ωνος () Sarapiôn, h. Plut. De E ap. Delph. ||
E Dans une inscr. att. Σαραπίων (non Σεραπίων); v. Meisterh. p. 12, 1 ; cf. le préc.