Σαρδιανικός

Σαρδιανός

Σάρδιες
Σαρδιανός, ή, όν [ᾱν] de Sardes, Eur. fr. 631 ; οἱ Σαρδιανοί, Xén. Cyr. 7, 2, 3, les habitants de Sardes ||
E Ion. -ηνός, Hdt. 1, 22, 80.
Étym. Σάρδεις.