σαρδώ

Σαρδώ

Σαρδωνικός
Σαρδώ, οῦς () Sardaigne, î. de la Méditerranée, Hdt. 1, 170 ; Ar. Vesp. 700, etc. ||
E Gén. Σαρδόνος, Pol. 1, 24, 5, etc. ; ou Σαρδῶνος, Str. 106.