σαυροκτόνος

Σαυρομάται

Σαυροματικός
Σαυρομάται, ῶν (οἱ) [μᾰ] c. Σαρμάται, Hdt. 4, 21, etc. ; A. Rh. 3, 353, etc. ; au sg. Σαυρομάτης, Hdt. 4, 119 ; Luc. Tox. 40 ||
E Gén. pl. épq. -άων, DP. 15 et 653 ; ion. -έων, Hdt. 4, 21, 136 ; dat. pl. épq. -ῃσιν, DP. 656.