Σεϐεννύτης νομός

Σεϐεννυτικός

σέϐημα
Σεϐεννυτικός, ή, όν, du nome Sebennytès (auj. Samannoud) en Égypte, Hdt. 2, 17, 155, etc. (v. le préc.).
Étym. Σεϐεννύτης.