σεϐίζω

Σεϐῖνος

σέϐω
Σε·ϐῖνος, ου () Sébinos, n. d’h. com. avec jeu de mots sur Ἱπποϐῖνος, Ar. Ran. 427, Eccl. 980.
Étym. σέ, βινεῖν.