Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σεληνόφως
Σεληπιάδης
σελιδηφάγος
Σεληπιάδης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰ
] fils de Sélèpios,
Il.
2, 693
.
Étym.
patr. de
*Σελήπιος
.