Σιδονίηθεν

Σιδόνιος

Σιδονίς
Σιδόνιος, α, ον [σῑ] c. Σιδώνιος, Il. 6, 290 ; Od. 4, 84, 618 ; 13, 285 ; Eschl. Suppl. 121, etc. ; Hdt. 2, 116 ; 7, 44, etc. ; ἡ Σιδονίη (ion.) Od. 13, 285, le territoire de Sidon (Σιδών 1).